Τα επώνυμα στις μέρες μας, όλο και πιο σπάνια είναι δηλωτικά επαγγελμάτων. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις ανθρώπων που το επώνυμο διάλεξε το επάγγελμα. Όπως ο Νικήτας Ξυλάς.
Παρότι τα τελευταία χρόνια οι άνθρωποι προμηθεύονται τα έπιπλά τους από μεγάλες πολυεθνικές αλυσίδες, ο Νικήτας έφτασε ως τις μέρες μας ως ένας άκρως επιτυχημένος επιπλοποιός δημιουργώντας έπιπλα χωρίς αντίγραφο. Ο αγοραστής, πάντα της ανώτατης οικονομικής βαθμίδας, κάνει την παραγγελία του χωρίς να δει απολύτως τίποτα. Ο Νικήτας Ξυλάς επισκέπτεται τον χώρο, μιλάει με τον ιδιοκτήτη και ύστερα σχεδιάζει αυτό που κατά την έμπνευσή του πρέπει να δημιουργηθεί.
Ο αγοραστής δεν μπορεί να έχει γνώμη. Βλέπει τα σχέδια και είτε συμφωνεί να δημιουργηθούν όπως είναι, είτε η δουλειά δεν προχωράει και τα σχέδια παραδίδονται στην πυρά. Σαράντα πέντε χρόνια τώρα κάνει αυτή τη δουλειά. Καβγάδες και απαιτήσεις ιδιότροπων πελατών είχε πιο πολύ στην αρχή της καριέρας του, τώρα τον ξέρουν.
Στο γραφείο του Νικήτα, ένας πίνακας ζωγραφικής δυόμισι μέτρων στο πλάτος και ένα μέτρο στο ύψος βρίσκεται ακριβώς πίσω από την πολυθρόνα του. Σε σημείο που ο υποψήφιος πελάτης να τον βλέπει υποχρεωτικά όσο βρίσκεται εκεί. Ο πίνακας απεικονίζει ένα τραπέζι απαράμιλλης ομορφιάς. Κάτω από το τραπέζι, ένα νεαρό ζευγάρι στις πρώτες ερωτικές περιπτύξεις πιστεύει ότι προστατεύεται από τα αδιάκριτα βλέμματα χάρη σε ένα διάφανο τραπεζομάντιλο που φαίνεται ότι καλύπτει το τραπέζι μέχρι την άκρη των ποδιών του. Το τραπεζομάντιλο είναι κεντημένο με ήλιους, φεγγάρια και παράξενα λουλούδια, χωρίς αυτά να κρύβουν όσο θα έπρεπε το ερωτευμένο ζεύγος. Πάνω στο τραπέζι βρίσκονται δύο σερβίτσια, ένα σε κάθε άκρη. Πιατέλες και γαβάθες στη μέση, ποτήρια κρασιού και νερού με τις αντίστοιχες καράφες. Όλα άδεια. Είχε φτιάξει αυτόν τον πίνακα στα είκοσι. Τότε που ακόμα προόριζε τον εαυτό του για ζωγράφο.
Ένας ξυλουργός τη δεκαετία του εβδομήντα είχε αρκετή δουλειά. Γι’ αυτό ο πατέρας του Νικήτα προτιμούσε ο γιος του να μάθει την τέχνη παρά να κάνει τον μπογιατζή. Στρωμένη δουλειά και γερό μεροκάματο. Οι δυο μικρότερες κόρες του ας πήγαιναν να σπουδάσουν. Ο Νικήτας όμως δεν κρατιόταν. Πέρασε στη Σχολή Καλών Τεχνών και έφυγε από το σπίτι τους στα Πετράλωνα. Έκανε ό,τι δουλειά μπορούσε για να συντηρήσει τον εαυτό του. Ακόμα και τον μπογιατζή.
Η μάνα του μπήκε στη μέση. Δεν θα έχανε τον μοναχογιό της για ένα πείσμα. Τους έφερε κοντά και η κατάσταση γλύκανε. Ο Νικήτας συνέχισε να μένει μόνος του αλλά τουλάχιστον δεν είχε αποκοπεί από την οικογένειά του. Τα επόμενα δύο χρόνια άρχισε να λάμπει το ταλέντο του. Οι καθηγητές του ήταν σίγουροι ότι αυτός ο νέος θα έκανε μεγάλα πράγματα. Ήδη συζητούσαν για υποτροφία σε σχολές του εξωτερικού. Να βγει έξω, ν’ ανοίξει το μυαλό του.
Τον πρόλαβε όμως η αρρώστια. Καρκίνος στο πάγκρεας και ο πατέρας του Νικήτα σε λιγότερο από ένα χρόνο δεν υπήρχε πια. Υπήρχε όμως το δάνειο που είχε πάρει με επιτόκιο 20%. Υπό κανονικές συνθήκες αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Η δουλειά ήταν τόση και ο πληθωρισμός ακόμα μεγαλύτερος, ώστε η αποπληρωμή του ήταν βέβαιη. Αν υπήρχε κάποιος να βγάλει τη δουλειά. Ανάλαβε το ξυλουργείο που μισούσε κι έζησε αυτός την οικογένεια του πατέρα του.
Μόλις πέρασε η πρώτη μπόρα, έβαλε τους δικούς του κανόνες. Έτσι δουλεύω κι όποιος θέλει. Ο Νικήτας δεν αντέγραφε σχέδια, έφτιαχνε τα δικά του. Δεν άργησε να τον πάρει είδηση η καλή κοινωνία και να κάνει ουρά για ένα έργο του. Γιατί έργα ήταν αυτά που έφτιαχνε, όχι έπιπλα.
Πέρασαν δέκα χρόνια. Όλα ήταν τακτοποιημένα αλλά δεν σταμάτησε τη δουλειά. Τα πιο δημιουργικά του χρόνια τα πέρασε σ’ εκείνο το ξυλουργείο. Παντρεύτηκε, έκανε δυο παιδιά και στη γέννηση του τρίτου κρέμασε τον πίνακα. Καινούργια μαλώματα. Αυτό το τραπέζι θέλω. Αυτό δεν γίνεται. Πόσα θέλεις να στα δώσω. Τίποτα δεν θέλω, αυτό δεν γίνεται. Κάθε καινούργιος πελάτης ξεχνούσε τον πραγματικό λόγο που είχε επισκεφτεί τον Νικήτα όταν έβλεπε εκείνο τον πίνακα. Όλοι έφευγαν με την ίδια απογοήτευση.
Το τραπέζι του Νικήτα ήταν θέμα συζήτησης σε όλη την καλή κοινωνία αλλά και στους καλλιτεχνικούς κύκλους. Μερικοί κατάφεραν να φωτογραφίσουν με τα κινητά τους τον πίνακα νομίζοντας ότι ο Νικήτας δεν τους κατάλαβε. Τίποτα όμως απ’ όσα φτιάχτηκαν δεν είχε την ίδια ομορφιά. Ο Νικήτας το ήξερε και γελούσε η ψυχή του.
Κάποτε ήρθε για πελάτης ένας κριτικός τέχνης. Ξέρεις πόσο μπορεί να πουληθεί αυτός ο πίνακας; Ούτε ξέρω ούτε με νοιάζει. Να τον βάλουμε σε ένα μουσείο, κρίμα να μένει εδώ. Μια χαρά είναι εδώ. Να τον φωτογραφίσουμε, να τον στείλουμε σε περιοδικά. Για έπιπλα ήρθες ή για τον πίνακα;
Σήμερα πήρε το χαρτί της σύνταξης στα χέρια του. Εκεί έξω, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, τα έπιπλα που είχε φτιάξει με τα χέρια του μαρτυρούσαν τον δρόμο του. Κανένα σχέδιο δεν το κρατούσε περισσότερο απ’ όσο του χρειαζόταν για να φτιάξει το έπιπλο.
Τα παιδιά του είχαν ακολουθήσει άλλους δρόμους και το ξυλουργείο έκλεινε. Πήγε στο γραφείο του και ξεκρέμασε τον πίνακα. Δεν το θυμόταν ότι ήταν τόσο βαρύς. Ξήλωσε την κορνίζα και κράτησε τον καμβά στα χέρια του. Τον δίπλωσε όμορφα και τον έβαλε σε ένα βαρέλι που είχε έξω. Έριξε λίγο οινόπνευμα κι έβαλε φωτιά. Στάθηκε κοιτώντας τον πηχτό καπνό μέχρι που έπιασε να αραιώνει. Κλείδωσε το ξυλουργείο και έφυγε.