Υπάρχουν μέρες που ακόμα κι αν δεν το θέλεις, αρχίζεις να σκέφτεσαι ότι το σύμπαν είναι κάποια νοήμουσα οντότητα και έχει αποφασίσει να στραφεί εναντίον σου. Πως αλλιώς να εξηγήσεις μια στρατιά ανθρώπων που έχουν μαζευτεί, οργανωμένοι από κάποιο αόρατο χέρι και σε βομβαρδίζουν με τηλέφωνα, μηνύματα και αναπάντεχες συναντήσεις με συγχρονισμό που θα τον ζήλευε ομάδα ανσάμπλ που έχει κατακτήσει ολυμπιακό μετάλλιο. Όλοι αυτοί θα ρουφήξουν αχόρταγα κάθε δευτερόλεπτο του πολύτιμου χρόνου σου και θα επιτεθούν με απαράμιλλη μαεστρία σε κάθε νευρώνα του εγκεφάλου σου ερεθίζοντάς τον σε επίπεδα που δεν ήξερες ότι υπάρχουν.
Σε αυτές τις μέρες ψάχνεις μάταια για μια ανάσα κι αν τα νεύρα σου δεν είναι πολύ γερά δεμένα η προοπτικές σου δεν είναι οι καλύτερες. Με τα χρόνια μαθαίνεις να αναγνωρίζεις αυτές τις μέρες και επίσης μαθαίνεις ότι ο μόνος δρόμος που έχεις είναι να αποδεχτείς την ήττα σου και να αποσυρθείς από την αρένα.
Έτσι κι εγώ εκείνο το μεσημέρι. Νικημένος κατά κράτος από το σύμπαν σύρθηκα μέχρι το αυτοκίνητο και ξεκίνησα να οδηγάω αργά. Ακόμα και η γρήγορη οδήγηση ήταν κάτι που το μυαλό μου δεν μπορούσε να διαχειριστεί. Γι’ αυτό αποφάσισα να μην πάρω τον αυτοκινητόδρομο αλλά να ακολουθήσω την παλιά εθνική οδό. Αυτό από μόνο του μου δημιούργησε μια αίσθηση χαλάρωσης που την είχα μεγάλη ανάγκη.
Σε ένα ζεστό μεσημέρι Ιουλίου και μέχρι να λειτουργήσει καλά ο κλιματισμός η ζέστη μέσα στο αυτοκίνητο είναι ανυπόφορη. Σε μερικά λεπτά τα πράγματα έγιναν καλύτερα και παρόλο που υπήρχε πλέον μια σχετική δροσιά η αίσθηση απείχε από το να το είναι ιδανική. Είναι εκείνη η περίπτωση που ο ήλιος μπαίνει απευθείας μέσα από τα παράθυρα και σε χτυπάει στο μεγαλύτερο μέρος του σώματός σου. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο κλιματισμός δεν μπορεί να κάνει και πολλά πράγματα. Συνήθως έχεις μια δυσάρεστη αίσθηση ζέστης και ιδρώτα από την απευθείας επαφή με τις αχτίνες του ήλιου ενώ ταυτόχρονα ο κλιματισμός αντί να σε δροσίζει βρίσκει τον ιδρώτα και τον παγωνει κάνοντας τα πράγματα ακόμα χειρότερα.
Η παλιά εθνική οδός πηγαίνει παραλιακά. Είχα χρόνια να την χρησιμοποιήσω αλλά θυμήθηκα ότι περίπου στη μέση της διαδρομής, πριν μπεις σε ένα σχετικά μεγάλο χωριό, υπάρχει ένα αλσύλλιο με πεύκα που φτάνουν μέχρι την άκρη της θάλασσας. Δεν έχει οργανωμένη παραλία γιατί δεν υπάρχει καλή αμμουδιά αλλά δεν ήταν αυτό που έψαχνα. Ήθελα μερικές στιγμές δροσιάς και χαλάρωσης στην πυκνή σκιά των πεύκων. Μερικές στιγμές που θα με έκαναν να ξεχάσω τις ενοχλητικές φωνές. Τίποτα άλλο.
Πράγματι βρήκα το αλσύλλιο και ο χωματόδρομος ήταν αρκετά καλός ώστε να μπω μέσα με το αυτοκίνητο. Μόλις η σκιά ανέλαβε δράση ένιωσα την συσσωρευμένη ζέστη να βρίσκει διέξοδο και άνοιξα λίγο τα παράθυρα με τον κλιματισμό ακόμα ανοιχτό. Το αεράκι που μπήκε μέσα στο αυτοκίνητο έκανε την αίσθηση ακόμα καλύτερη και άρχισα να χαλαρώνω περισσότερο.
Είχα φτάσει σε ένα σημείο που η σκιά ήταν σχεδόν απόλυτη. Μόνο ελάχιστα σημεία εδώ κι εκεί επέτρεπαν κάποιες αδιάκριτες αχτίνες να φτάσουν μέχρι το έδαφος. Βγήκα από το αυτοκίνητο και ένιωσα μέσα μου την δροσιά της σκιάς που δεν μπορεί να αντικατασταθεί με κανένα τεχνητό μέσο.
Πέρασε κάτι λιγότερο από ένα λεπτό όταν έκανε την εμφάνισή του ένα κουνούπι. Πίσω από αυτό φάνηκε ένα δεύτερο και σύντομα, λες και κάποιος είχε σημάνει κάποιον συναγερμό ακολούθησε ένα σμήνος που δεν με άφηνε σε ησυχία. Σκέφτηκα ότι η υπερβολική ζέστη που βγαίνει από την μηχανή του αυτοκινήτου τα προσελκύει και απομακρύνθηκα. Η κατάσταση έγινε κάπως καλύτερη αλλά συνέχισε να είναι ανυπόφορη. Σύντομα δεν με τσιμπούσαν μόνο στο γυμνό κομμάτι των χεριών μου αλλά, στην πλάτη πάνω από την μπλούζα και στο κεφάλι μέσα από τα μαλλιά.
Ξεκίνησα να τα σκοτώνω με μανία αλλά για κάθε ένα που σκότωνα εμφανίζονταν δέκα. Ο εκνευρισμός μου έφτασε στο ζενίθ. Ήθελα μερικές στιγμές μόνο να με αφήσουν ήσυχο. Ένα δεκάλεπτο, δεν ζητούσα παραπάνω αλλά που. Πολύ σύντομα κατάλαβα ότι η μάχη ήταν άνιση και έπρεπε να αποχωρήσω. Μπήκα στο αυτοκίνητο που είχε κάπως δροσίσει και άνοιξα τον κλιματισμό με τα παράθυρα κλειστά.
Είχα γλυτώσει από τα κουνούπια όμως η αίσθηση δροσιάς μέσα στο αυτοκίνητο δεν ήταν ίδια και περισσότερο μου φούντωνε τα νεύρα η ήττα. Πάνω από το ζεστό καπό του αυτοκινήτου τα κουνούπια χόρευαν όπως οι μαινάδες στον Κιθαιρώνα. Σύντομα περικύκλωσαν όλο το αυτοκίνητο και βεντούζωσαν πάνω στα παράθυρα και κυρίως στο παρμπρίζ.
Ήθελα να εκδικηθώ και έβαλα μπροστά τους υαλοκαθαριστήρες πετώντας νερό από τις πιτσιλίθρες. Όσα κουνούπια βρισκόταν στο παρμπρίζ μετατράπηκαν σε μια άμορφη μάζα που την παρέσερναν οι υαλοκαθαριστήρες δεξιά και αριστερά. Μόλις σταμάτησα να πετάω νερό, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, λες και δεν είχε συμβεί αυτό που έκανα, εμφανίστηκαν άλλα τόσα κουνούπια πάνω στο παρμπρίζ και όλα ήταν όπως πριν. Έβαλα ξανά μπροστά τους υαλοκαθαριστήρες με μανία. Ξανά. Ξανά. Ξανά. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί αλλά όσο κι αν επέμενα οι φρέσκιες στρατιές κουνουπιών δεν σταματούσαν να καταφτάνουν. Έκανα όπισθεν και βγήκα από το αλσύλλιο προσπαθώντας να ξεχάσω το περιστατικό.
Μόνο ύστερα από πολλά χρόνια κατάλαβα πως ήμουν άδικος με τα κουνούπια. Και ότι τα κουνούπια δεν ξέρουν άλλο τρόπο να συμπεριφερθούν παρά μόνο σαν κουνούπια. Κι ότι θα ήταν εντελώς ουτοπικό κάποιος να περιμένει κάτι διαφορετικό απ’ τα κουνούπια. Είναι μάλιστα μάλλον άξια συμπόνιας γιατί τα κουνούπια, άπαξ και γεννηθούν κουνούπια, δεν έχουν καμία άλλη επιλογή από το να ζήσουν σαν κουνούπια και να πεθάνουν σαν κουνούπια.