Να σου πω την αλήθεια από τα παιδικά μου χρόνια μόνο σκόρπιες αναμνήσεις έχουν μείνει. Κάτι σαν φωτογραφίες της στιγμής που τυπώθηκαν μέσα στο μυαλό μου και τώρα είναι ταυτόχρονα ξεθωριασμένες και πολύ καθαρές. Μη με ρωτήσεις πως γίνεται αυτό δεν ξέρω.

Μια φωτογραφία είναι από εκείνα τα Χριστούγεννα που είχατε πάει στη Γερμανία οδικώς. Θα επιστρέφατε ακριβώς την ημέρα των Χριστουγέννων ή τουλάχιστον έτσι το θυμάμαι. Οι ώρες περνούσαν, έπεσε το βράδυ κι εμείς περιμέναμε να φέρετε τα δώρα αλλά μέσα μας περιμέναμε εσάς. Τα μάτια άρχισαν να βαραίνουν, ώσπου μια στιγμή έκλεισαν κι όταν άνοιξαν ήταν πρωί, χιονισμένα, κάτω από το δέντρο είχε κάτι πακέτα και στην αυλή του σπιτιού το αυτοκίνητο. Για το χιόνι το λέω με μια επιφύλαξη. Αυτές οι φωτογραφίες έχουν την ιδιότητα, αν είναι όμορφες, να ομορφαίνουν κι άλλο με τον καιρό.

Μετά απ’ αυτό θυμάμαι μια άλλη χρονιά που μας είχες πάρει και τους τρεις αράδα να μας πας σε μαγαζί στην πόλη να διαλέξουμε παιχνίδι για τα Χριστούγεννα. Με τον αδερφό μου διαλέξαμε ένα, δεν θυμάμαι τι ήταν, αλλά ήταν ακριβό κι είπες θα μετρήσει για δώρο των δυο σας, η αδερφή μας ήθελε άλλο. Θυμάμαι όμως ότι πριν γυρίσουμε σπίτι μπήκαμε σε ένα κρεοπωλείο, αλλά τι κρεοπωλείο ήταν εκείνο. Η σπηλιά του Αλί Μπαμπά με σαλάμια κρεμασμένα αντί για κοσμήματα.

Άλλα αθώα Χριστούγεννα δεν θυμάμαι. Να πεις ότι μεγάλωσα κι ωρίμασα γρήγορα; Αχλάδας ήμουνα. Ένιωθα πράγματα αλλά λίγα καταλάβαινα. Από εκείνα τα χρόνια θυμάμαι σκόρπιες μαζώξεις είτε ανήμερα είτε την παραμονή των Χριστουγέννων. Μια στο δικό μας σπίτι, μια σε κάποιου συγγενή, άλλοτε σε φίλου. Πιο πολύ θυμάμαι τις κουβέντες. Οι κουβέντες των μεγάλων πάντα μου κέντριζαν το ενδιαφέρον. Το αυτί μου ήταν σε ότι λέγατε και το μάτι στους άλλους που είχαν τα μάγουλα κόκκινα.

Στα πρώτα μου Χριστούγεννα ως φοιτητής είχες πάθει την πλάκα σου. Από αρκετά χρόνια παίζαμε εικοσιμία, για το καλό. Μάλλον το καλό ήταν να μην κολλήσουμε ποτέ το μικρόβιο του τζόγου. Δεν ξέρω πως το έκανες αλλά κάθε φορά τα μάζευες όλα, αλήθεια δεν σε ρώτησα ποτέ αν έκλεβες, εκείνα τα Χριστούγεννα όμως είχα μια ρέντα που δεν μπορούσες να το πιστέψεις. Ήταν που είχα νηστέψει σαράντα μέρες να κοινωνήσω στη γιορτή μου. Άμα φεύγεις φοβισμένος για πρώτη φορά από το σπίτι, πιάνεσαι απ’ ότι δεκανίκι βρεις. Είχα τέτοια αυτοπεποίθηση που άμα φυσούσα δυνατά το βουνό θα το έριχνα. Αντί για το βουνό έπεσες εσύ κι η παρέα μου εκείνο το βράδυ τσούγκρισε αρκετές φορές στην υγειά σου.

Δεν ξέρω πώς αλλά χρονιά με τη χρονιά κι αυτή η λίγη μαγεία χάθηκε. Από τη μια δεν ήσουν πια ανίκητος αντίπαλος, από την άλλη εμφανίστηκε ένας διοικητής αυστηρός. Θα μου πεις διοικητής με γόβες; Έτσι είναι αυτά. Τελείωσα το φανταρικό, βρήκα κι ένα σπίτι, ίσα να μην μένω μαζί σας, αλλά κάθε που έρχονταν τα Χριστούγεννα κάτι με τραβούσε πίσω. Έστω για λίγο, έστω για το μεσημεριανό τραπέζι. Το βράδυ ο διοικητής δεν άφηνε. Νομίζω δεν έχασα τραπέζι αλλά μπορεί να βελτιώθηκε λίγο η φωτογραφία από μόνη της και να θυμάμαι λάθος.

Σίγουρα όμως θυμάμαι τα περσινά Χριστούγεννα. Πήγαινε η δουλειά καλά, τι καλά δηλαδή πύραυλος. Με είχες χάσει μες τη χρονιά και είπα να επανορθώσω λίγο. Καθίσαμε ένα απόγευμα ολόκληρο μπροστά στο τζάκι και συζητούσαμε για τη δουλειά. Είχες τέτοιο ενθουσιασμό, σχεδόν μεγαλύτερο απ’ τον δικό μου. Εντάξει μεταξύ μας οι συμβουλές που έδινες δεν ήταν ιδιαίτερης αξίας, ιδέα δεν είχες από επιχειρήσεις, αλλά ήταν τόσο ωραία η κουβέντα. Γιατί να στο χαλάσω;

Φέτος ο πύραυλος έφτασε στον Πλούτωνα. Λογικά κάπου εκεί κοντά πρέπει να είσαι κι εσύ. Τώρα θα μου πεις, τι στα λέω αυτά, αφού τα ξέρεις. Ε να έτσι έχω δει να κάνουν στις ταινίες είπα να το κάνω κι εγώ. Κάθονται λέει μπροστά στην φωτογραφία, τα λένε και αλαφρώνουν. Εγώ πάντως δεν αλάφρωσα από κάτι κι ούτε έχω κανένα βάρος. Ήθελα να ήσουν εδώ, αλλά κι αυτό το ξέρεις τι στο λέω. Τέλος πάντων, άντε φτάνει αυτό δεν έχει νόημα. Καλό ταξίδι, κι αν δεις τον πύραυλό μου, μην του δώσεις συμβουλές.