Τις ελληνικές ταινίες του εξήντα τις πρόλαβα στην τηλεόραση εκεί στις αρχές του ογδόντα, τότε που έπαιζε μια ταινία το βράδυ του Σαββάτου. Στην αρχή ήταν καθαρή μαγεία. Τι με μάγευε; Δεν ξέρω. Οι ιστορίες; Οι ηθοποιοί; Η σκηνοθεσία; Τα σκηνικά; Η μουσική; Τα έβλεπα όλα μαζί ως ένα πράγμα που απλώς με καθήλωνε. Κοιτούσα την οθόνη με μάτια ορθάνοιχτα και τις κόρες διασταλμένες στο μέγιστο. Μπορεί να είχα και το στόμα ανοιχτό. Όταν τελείωνε η ταινία μετρούσα δευτερόλεπτα μέχρι την επόμενη φορά. Το χειρότερό μου ήταν καμιά επίσκεψη στο σπίτι ή αν έπρεπε να πάμε κάπου Σαββατιάτικα.
Ύστερα άρχισαν να παίζονται πιο συχνά. Όσο τις έβλεπα ξανά και ξανά, η εικόνα καθάριζε. Ο πρώτος ενθουσιασμός έφευγε κι ανακάλυπτα νέες πτυχές. Τις έξυπνες ατάκες, τα καλοδουλεμένα σενάρια, το ταλέντο των ηθοποιών. Ακόμα και οι σκηνές που είχαν χορό ή μουσική μου άρεσαν, τα πρώτα χρόνια τις βαριόμουν. Οι ταινίες άρχισαν να ασκούν μια γοητεία πάνω μου καινούργια. Ένιωθα τα φιλμ να τυλίγονται γύρω μου και να μ’ αγκαλιάζουν απαλά. Οι εικόνες λαμπάδιαζαν το πρόσωπό μου με άλλο τρόπο.
Όταν πια έμαθα απ’ έξω όλες τις ιστορίες κι όταν ήξερα που κρύβονταν οι καλύτερες ατάκες άρχισα να βλέπω άλλα πράγματα. Το ιστορικό πλαίσιο, την κατάσταση της κοινωνίας τότε, την συνεισφορά των δεύτερων ρόλων ακόμα και το ντεκόρ. Δεν υπήρχε πια κάποιο μυστήριο που να μου κεντρίζει το ενδιαφέρον, όμως αυτό λειτουργούσε απελευθερωτικά. Η σχέση έγινε πιο ουσιαστική, πιο βαθιά, πιο απολαυστική.
Ήρθε ο καιρός που ο χρόνος μου δεν ήταν αρκετός για ταινίες που τις είχα δει χίλιες φορές. Δεν χρειαζόταν όμως να τις βλέπω, μπορούσα απλά να τις ακούω ταυτόχρονα με κάποια άλλη δραστηριότητα. Κατέβασα μόνο τον ήχο των ταινιών και τις έβαλα στο κινητό μου, κάτι σαν podcast αλλά παράνομο. Έτσι έμαθα κάθε σπιθαμή του σεναρίου. Άρχισα ν’ ανακαλύπτω λάθη στην πλοκή, να βρίσκω ατέλειες στις ερμηνείες και να διαχωρίζω τις ταινίες που μου άρεσαν σε άλφα και βήτα διαλογής.
Ακόμα και τώρα πάντα αισθάνομαι χαρά όταν τυχαίνει να δω μια σκηνή ή όταν πρόκειται ν’ αρχίσει μια ταινία. Μάλλον είναι μια χαρά που έρχεται με κεκτημένη ταχύτητα από το παρελθόν. Όπως συμβαίνει όταν μασάς μια τσίχλα πολύ ώρα. Κάποια στιγμή η γεύση έχει χαθεί αλλά το μυαλό σου την αναπαράγει όσο μασάς. Κι όταν καταλαβαίνεις ότι πρέπει πια να την αποχωριστείς, δεν σου πάει η καρδιά να τη φτύσεις.