«Τα μαθήματα αγγλικών είναι το τελευταίο πράγμα που θα κόψει ο γονιός απ’ το παιδί του πριν φτάσει να του κόψει το γάλα» έλεγε ο πατέρας της. Εκείνη καταλάβαινε ότι αυτή η φράση είχε κάμποσες δόσεις υπερβολής αλλά στον πυρήνα της είχε μια αλήθεια. Ήταν από τα παιδιά εκείνα που αφήνουν τέτοιες αλήθειες να φυτευτούν στην ψυχή τους. Κι αυτές οι αλήθειες χρόνο το χρόνο απλώνουν ρίζες όλο και πιο βαθιά όλο και πιο γερά και φτιάχνουν ένα δέντρο δυνατό και σίγουρο.

Όταν έφτασε να επιλέξει τι θέλει να σπουδάσει το ζήτημα ήταν ήδη λυμένο και αποφασισμένο. Αγγλική φιλολογία φυσικά. Δεν ήταν βέβαια όνειρο ζωής ούτε κάποια ακατανίκητη επιθυμία που την έσπρωξε εκεί. Ήταν όμως ένας στόχος συγκεκριμένος που τον πέτυχε ενσυνείδητα. Μια κίνηση προς την κατεύθυνση ενός ήλιου σίγουρου και σταθερού. Κάπως αμυδρού και χλιαρού βέβαια αλλά τα δυνατά δέντρα δεν τα πάνε καλά με τα λιοπύρια.

Τελείωσε τη σχολή με καθυστέρηση ενός έτους και βγήκε στη γύρα. Τα πράγματα ήταν όπως της τα είχαν πει και όπως τα σκεφτόταν. Πρώτα σε φίλους και γνωστούς, μετά σε ένα ευρύτερο κύκλο τα ιδιαίτερα είχαν πέραση. Ειδικά για την ίδια που πήγαινε στο σπίτι του μαθητή η ζήτηση δεν άργησε να ξεπεράσει την προσφορά.

Ήταν εύκολο να καταλάβει ότι η κατάσταση αυτή δεν ήταν προσωρινή. Εντάξει δεν οφείλονταν στο ότι ήταν η καλύτερη καθηγήτρια στον κόσμο, μπορούσε όμως με σιγουριά να ποντάρει ότι κάθε χρόνο θα είχε αυτή τη δουλειά γιατί οι γονείς, εκτός που το παιδί τους μάθαινε αγγλικά, είχαν και μια υπηρεσία φύλαξης στο ίδιο πακέτο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που την περίμεναν στην πόρτα είτε για να γίνουν τα ψώνια στο μάρκετ εκείνη την ώρα, είτε για να πάνε γυμναστήριο, είτε απλώς για να κάνουν κάτι διαφορετικό από το να κοιτάνε τα παιδιά τους.

Τα λεφτά ήταν καλά κυρίως γιατί ήταν μαύρα. Δεν είχε να νοιαστεί για άδειες λειτουργίας, εφορίες, λειτουργικά έξοδα και ΕΦΚΑ οπότε όχι μόνο έφταναν αλλά και περίσσευαν. Ήταν πιεσμένο το πρόγραμμά της αλλά όλο και έβρισκε τρόπους να ξεγλιστρήσει. Η δουλειά – δουλειά αλλά και η ζωή – ζωή. Ούτε οι παρέες ούτε οι έρωτες της έλειψαν.

Όλα ήταν τέλεια. Μέσα της όμως ένιωθε μια συννεφιά που δεν της ήταν ευχάριστη. Κάτι χαλούσε τη χαρά που θα έπρεπε να νιώθει. Κι ήταν περίεργο αυτό γιατί δεν μπορούσε να το καταλάβει. Πως γίνεται όλα να σου πηγαίνουν καλά κι εσύ να νιώθεις πως κάτι δεν είναι στη θέση του.

Ο χρόνος άρχισε να κυλάει πάνω σε ένα καθοδικό σπιράλ, όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο όμοια σε κάθε κύκλο. Μέσα της τα σύννεφα είχαν πυκνώσει. Μια μπόρα έπιασε να αγριεύει μα το σίγουρο δέντρο μέσα της με τις βαθιές ρίζες ήταν πολύ δυνατό. Ναι ήταν ευχαριστημένη, ναι δεν θα έπρεπε να έχει παράπονο, ναι άλλοι ονειρεύονται να έχουν τέτοια δουλειά. Ναι αλλά εκείνη δεν μπορούσε να βρει τρόπο να βολευτεί. Μια ήθελε να μείνει στα σίγουρα μια να ανοιχτεί στο άγνωστο. Ποιο άγνωστο όμως;

Όσο γλιστρούσε στο σπιράλ τόσο η καταιγίδα θέριευε και γινόταν ανυπόφορη. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση και να τελειώνει. Αν ήταν να μείνει έτσι έπρεπε να βρει τρόπο να το αποδεχτεί. Θα μπορούσε να κυνηγήσει και το δημόσιο αλλά θα έπρεπε να περάσει αρκετά χρόνια πολύ μακριά από την πόλη της και μια τέτοια αλλαγή δεν την ενθουσίαζε. Να ανοίξει φροντιστήριο; Και τι θα αλλάξει; Περισσότερες ευθύνες και σκοτούρες. Τώρα τελευταία είχαν μεγάλη πέραση και τα εξ’ αποστάσεως μαθήματα. Αυτά βόλευαν γιατί δεν θα χρειαζόταν να γυρνάει από το ένα σπίτι στο άλλο αλλά της αφαιρούσαν το σημαντικό πλεονέκτημα που ήθελαν όλοι οι γονείς. Εξ’ αποστάσεως δεν μπορείς να κάνεις τη νταντά.

Ήταν μια Κυριακή πρωί που τα σκεφτόταν όλα αυτά κι όσο τα σκεφτόταν τόσο η καταιγίδα μετατρεπόταν σε χοντρό χαλάζι και μόνο ένας τρόπος υπήρχε να σωθεί. Η κουζίνα της. Μπήκε στην κουζίνα της και ξεκίνησε να φτιάχνει μπισκότα. Άλλα με γεύση πορτοκάλι, άλλα με επικάλυψη σοκολάτας και άλλα με βανίλια. Έφτιαχνε συχνά αυτά τα μπισκότα κι ήταν σαν ψυχοθεραπεία. Μόνο που έπιανε ένα – ένα τα υλικά να τα βάλει στο μπολ, μέσα της κάτι μαλάκωνε. Σαν να πίνεις ένα ζεστούτσικο τσάι όταν ο λαιμός σου είναι γδαρμένος από τη γρίπη.

Σε λίγο απλώθηκε εκείνο το υπέροχο άρωμα των σπιτικών μπισκότων. Πήρε μια βαθιά ανάσα, άφησε τον γλυκό αέρα να γεμίσει τα πνευμόνια της κι ένιωσε όλο της το κορμί να χαλαρώνει εντελώς. Μέσα σε εκείνη τη ζεστή ατμόσφαιρα, με την μυρωδιά να την έχει αγκαλιάσει από παντού τρύπωσε μέσα στο μυαλό της μια ιδέα. Μια ιδέα σαν ποντικός στις ρίζες δέντρου που άρχισε να ροκανίζει τα θεμέλια πάνω στα οποία ζούσε όλη τη ζωή της. Τα μπισκότα της άρεσαν πολύ σε όσους τα είχαν δοκιμάσει. Εκείνη λάτρευε την διαδικασία παρασκευής τους. Δεν μπορούσε άραγε να υπάρξει κάποιος τρόπος να συνδυαστούν αυτά τα δύο;

Κι αν άνοιγε ένα φούρνο; Ένα φούρνο! Ήταν σαν να επεξεργαζόταν υποσυνείδητα την λύση στο πρόβλημά της για χρόνια και ξαφνικά, εντελώς ξαφνικά, η λύση βρέθηκε μπροστά της με τρόπο που δεν μπορούσε να την αμφισβητήσει. Όχι δεν είχε business plan, ούτε την παραμικρή ιδέα για τα προβλήματα των επιχειρήσεων αλλά μέσα της κάτι φώναζε ότι αυτό ήταν.

Οι ρίζες του δέντρου όμως ήταν πολύ βαθιές κι ο ποντικός είχε πολύ δουλειά να κάνει. Μόλις πέρασε ο αρχικός ενθουσιασμός άρχισε να έχει αμφιβολίες. Κι αν δεν τα καταφέρει; Κι αν χάσει και αυτό που έχει ήδη; Που να μπλέκεις τώρα με άδειες, εφορίες, λειτουργικά έξοδα και ΕΦΚΑ. Μια χαρά είσαι κι έτσι μην τα καταστρέφεις όλα.

Άρχισε να περπατάει ξυπόλητη πάνω σε ένα ακονισμένο μαχαίρι. Όσο έριχνε το βλέμμα από τη μια μεριά έβρισκε πλεονεκτήματα στην άλλη κι όταν έστρεφε το βλέμμα στην άλλη μεριά τα πλεονεκτήματα μεταφέρονταν ως δια μαγείας στην πρώτη. Πέρασε καιρό σε αυτή την ισορροπία κι όσο προχωρούσε το μόνο που κατάφερνε ήταν να ματώνει σε κάθε βήμα πάνω σ’ εκείνη την ακμή.

Το αίμα όμως δεν πήγαινε χαμένο. Ήταν τροφή για εκείνο τον ποντικό που δούλευε υπόγεια. Ώσπου ήρθε μια στιγμή που το σίγουρο δέντρο άρχισε να αισθάνεται άβολα με το φύσημα του ανέμου. Η καταιγίδα μέσα της μπορούσε να το αμφισβητήσει.

Το έψαξε χωρίς να πει τίποτα σε κανένα. Πόσο κάνουν τα ενοίκια, πόσο κάνει ο εξοπλισμός, τι άδεια χρειάζεται, τι επιδότηση μπορεί να πάρει. Το να ξέρει που οδηγεί ένας δρόμος δεν σημαίνει ότι είναι υποχρεωμένη και να κάνει το βήμα.

Οι πληροφορίες που μάζεψε δεν της έδωσαν καμία απάντηση. Ούτε μπορούσε με σιγουριά να υποστηρίξει ότι το εγχείρημα θα είχε εμπορική επιτυχία αλλά ούτε φαινόταν καταδικασμένο. Ποιος θα μπορούσε να τη βοηθήσει; Ποιος θα μπορούσε να είναι τόσο αντικειμενικός ώστε να δώσει μια απάντηση; Κανένας. Αν ρωτούσε στον περίγυρό της όλοι θα της έδιναν απαντήσεις βασισμένες στο πως έβλεπαν το πράγμα συναισθηματικά.

Άρχισε να πετάει σπόντες μήπως μπορέσει να εκμαιεύσει κάποια αντίδραση. «Ένα απόγευμα δεν μου μένει ελεύθερο με αυτά τα μαθήματα», «Αυτοί οι φούρνοι είναι γεμάτοι στην πόλη πρέπει να βγάζουν πολλά λεφτά». Κανείς δεν καταλάβαινε. Κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί τι κρυβόταν πίσω από αυτές τις φράσεις.

Οι δικοί της άνθρωποι ήταν χαρούμενοι για τις επιλογές της. Τους έκανε υπερήφανους που τα είχε καταφέρει τόσο καλά στη ζωή μέχρι εκείνη την ώρα και που οι προοπτικές της ήταν σίγουρες. Που όλος ο κόσμος έλεγε καλά λόγια και που τους είχε βγάλει ασπροπρόσωπους. Κανείς δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί πως πίσω από αυτή την ευτυχία κρυβόταν μια φουρτούνα που την τσάκιζε κάθε στιγμή. Πως πίσω από το πρόσωπο του καλού κοριτσιού βρισκόταν ένα άλλο κορίτσι λιγότερο καλό αλλά περισσότερο ευτυχισμένο.

Ο χρόνος περνούσε και τα γυμνά της πόδια συνέχιζαν να ματώνουν πάνω στο ακονισμένο μαχαίρι και δεν έλεγε να διαλέξει πλευρά. Κάτι περίμενε αλλά δεν ήξερε τι. Γιατί δεν έπαιρνε μια απόφαση; Έστω να μείνει όπως είναι. Να κατέβει επιτέλους από εκείνη την ακμή. Να ησυχάσει.

Το αίμα περίσσεψε κι ο ποντικός δυνάμωσε. Οι δαγκωνιές του τώρα έκοβαν χοντρές ρίζες του δέντρου πιο κοντά στο έδαφος. Το σίγουρο δέντρο άρχισε να χάνει την σταθερότητά του. Μέσα της άρχισαν να κινούνται γρανάζια σκουριασμένα που γύρω τους ήταν πριν τυλιγμένες οι ρίζες του δέντρου όπως τα σχοινιά που κρατούσαν τον Οδυσσέα στο κατάρτι. Η κίνηση ήταν πολύ αργή στην αρχή και με την δυσκολία που φέρνει η τριβή στο σκουριασμένο σίδερο. Ελάχιστα πιο γρήγορη αργότερα όταν τα πρώτα στρώματα σκουριάς τινάχτηκαν από την δύναμη της κίνησης και οι ρίζες που τυλίγονταν υποχωρούσαν.

Μέσα σε αυτό τον λαβύρινθο βρήκε τον τρόπο να παραδεχτεί πως όσα πλεονεκτήματα κι αν είχε η τρέχουσα κατάσταση ήταν μια κατάσταση που δεν την ήθελε. Κι αν βολευόταν ήταν μόνο αυτό. Ένα βόλεμα. Ένα βόλεμα που στο κάτω – κάτω δεν ήταν και τίμιο αφού έτσι κορόιδευε τους πάντες και πρώτα τον ίδιο της τον εαυτό.

Οι ρίζες λιγόστεψαν κι άλλο. Τα γρανάζια πήραν να γυρνάνε πιο γρήγορα από ποτέ. Το χαλάζι έπεφτε πιο χοντρό και ο αέρας δεν την άφηνε να ακούσει ούτε τον εαυτό της. Με χείλη που έτρεμαν, με λέξεις που δυσκολευόταν να βρει, αποφάσισε να το πει στο στενό της περιβάλλον. Στην αρχή το πήραν για αστείο. Μετά, όταν κατάλαβαν ότι το εννοεί, θύμωσαν μαζί της. Άρχισε ένας χορός επιχειρημάτων άλλες φορές με το καλό και άλλες με το άγριο με στόχο να την αποθαρρύνουν. Τα είχε σκεφτεί όλα αυτά και υπολόγιζε τις αντιδράσεις αλλά είναι άλλο πράγμα αυτό που έχεις στο μυαλό σου και άλλο αυτό που συμβαίνει πραγματικά. Όσο κι αν προσπαθήσεις να προσομοιώσεις την πίεση που θα δεχτείς καμιά προετοιμασία δεν μπορεί να προσομοιώσει αληθινά συναισθήματα.

Ο ποντικός κοντοστάθηκε. Τα γρανάζια έχασαν την ορμή τους και έφτασαν κοντά να σταματήσουν. Κάποτε όλα αυτά θα ήταν αρκετά για να λυγίσει και να κάνει πίσω. Να σκοτώσει εκείνο τον ποντικό και να αφήσει το δέντρο να απλώσει πάλι τις σίγουρες ρίζες του. Να νιώσει την ασφάλεια των γραναζιών που θα είχαν σταματήσει, θα είχαν δεθεί πάλι από τις ρίζες και αφεθεί στα χέρια της σκουριάς.

Τότε κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει πίσω πια. Μέσα της άστραψε ένα φως και τότε, εντελώς ξαφνικά, ο αέρας κόπασε. Το χαλάζι σώθηκε. Η καταιγίδα σταμάτησε. Κατέβηκε από το ακονισμένο μαχαίρι και στάθηκε μπροστά στο δέντρο μέσα της. Το έσπρωξε απαλά με το δάχτυλο. Εκείνο ανατρίχιασε. Έκανε την τελευταία του προσπάθεια να μείνει όρθιο, να κρατηθεί κάπως, αλλά κάτω από το έδαφος δεν είχε μείνει ρίζα. Η ανακοίνωσή της ήταν απλή. Αυτή θα ήταν η τελευταία της χρονιά ως «Αγγλικού». Από τον Ιούλιο θα ξεκινούσε μια καινούργια καριέρα.

Θα ήταν άραγε τα πράγματα καλύτερα; Θα ήταν χειρότερα; Δεν ήξερε. Κι ίσως δεν είχε σημασία. Η ψυχή της άφηνε πίσω αυτή τη φουρτούνα. Ίσως για κάποια άλλη μεγαλύτερη και δυσκολότερη αλλά εκείνη θα ήταν μια φουρτούνα που θα την είχε επιλέξει η ίδια. Κι αυτό έκανε όλη τη διαφορά.