πήρε ο άνθρωπος το φως και το ‘κλεισε
στη σκοτεινή φυλακή των μηχανών του

κι έτσι αιχμάλωτο
σκεφτόταν την ώρα που θα έβγαινε από ‘κει

για να τρυπήσει τα μάτια του ανθρώπου
και να περάσει από τις τρύπες αλυσίδες

να τον εσέρνει γλυκά
με το κεφάλι του σκυμμένο