κόρη ακριβή εσύ
με τα μαλλιά τα λαμπερά
και μάτια σαν δροσερό λιβάδι

που ‘χεις ταιριάξει τα φτιασίδια σου
κι έχεις τα χείλη κόκκινα
κι είναι η εικόνα που ‘πλασες
σπαρμένη από μάτια πάνω της

πες μου

τι σ’ έσπρωξε σ’ ετουτα τα στολίδια;
τι το ‘φτιαξες ετούτο το χωράφι;

γιατί αφήνεις το γυαλί να σε κρατάει μακριά απ’ της φωτιάς της φλόγα;