θυμάμαι τη μάνα του πάτερα μου
αλυσοδεμένη με τη μαντίλα της
κλειδωμένη με λουκέτα καμωμένα
από βαφτίσεις, γάμους, τρισάγια και κηδείες

θυμάμαι τις γειτόνισσες
κάθε μία, να κρατάει το κλειδί της διπλανής της

θυμάμαι τη λαχτάρα τους να ζητήσουν την ελευθερία
και τη σκληρή γροθιά τους
που έσφιγγε με μανία το κλειδί

κι ύστερα
εμφανίστηκαν οι ίδιες αλυσίδες και στη δική μου μάνα
και κράτησε κι εκείνη το κλειδί της διπλανής της
κι ας μάτωνε από μέσα η καρδιά της

και στεναχωριέμαι
που άλλες αλυσίδες εκτός από τις δικές μου
δεν μπορώ να λύσω